κυκαδώδη

κυκαδώδη
τα
βοτ.
τάξη γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην κλάση κυκαδόφυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cycadales < cycad(o)- (< κυκάς) + -ales].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυκάς — η βοτ. γένος φυτών τών τροπικών χωρών τής ΝΑ. Ασίας και Αυστραλίας, τής τάξης κυκαδώδη …   Dictionary of Greek

  • κυκαδόφυτα — τα βοτ. κλάση γυμνόσπερμων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cycadophyta < cycado (< cycadales «κυκαδώδη») + phyta (< φυτόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”